- ψυχογλωσσολογία
- Επιστημονική έρευνα της γλωσσικής συμπεριφοράς και των διαδικασιών που την προσδιορίζουν. Η ψ. γεννήθηκε από τη συνεργασία γλωσσολόγων και ψυχολόγων, από τους οποίους οι πρώτοι επεδίωκαν να επισημάνουν, στον χώρο των νοητικών και ψυχικών μηχανισμών, μια αιτιολογία των περίπλοκων γλωσσικών φαινομένων, ενώ οι δεύτεροι ξεκίνησαν από την ανάγκη να στηρίξουν ειδικές έρευνες, όπως είναι οι σχετικές με την εκμάθηση, τις γλωσσικές διαταραχές, την παιδική γλώσσα, σε ένα γλωσσικό σύστημα, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως γενικό πρότυπο. Η μελέτη σε βάθος των λεκτικών αντιδράσεων ενός ατόμου μπορεί εξάλλου να διασαφηνίσει θεμελιώδη χαρακτηριστικά της όλης συμπεριφοράς του.
Ένας από τους πρώτους μελετητές που ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό ήταν ο Βουντ, που επιδίωξε να φτάσει στην κατανόηση της νοοτροπίας ενός λαού μέσω της ψυχολογικής ανάλυσης της γλώσσας του (1901). Η συστηματική όμως έρευνα στο ψυχογλωσσικό πεδίο είναι πολύ νεότερη: ο Ν. Πρόνκο, το 1946, και ο Γ.Α. Μίλερ το 1951, επιχείρησαν μια σύνθεση γλωσσολογίας και ψυχολογίας. Το 1954, ο ψυχολόγος Κ.Ε. Όσγκουντ και ο γλωσσολόγος Τ.Α. Σέμπουκ έγραψαν μια πλήρη μονογραφία πάνω στα προβλήματα και τη γραμμή έρευνας της ψ., όπου υιοθετήθηκε επίσημα ο όρος αυτός, τον οποίο προηγουμένως είχε χρησιμοποιήσει ο Πρόνκο. Ειδικότερα στον χώρο της έρευνας αυτής, έγινε προσπάθεια να συνδεθούν τα θεωρητικά και μεθοδολογικά επιτεύγματα της δομικής γλωσσολογίας με τα επιτεύγματα της θεωρίας της συμπεριφοράς: για τον λόγο αυτό πρέπει vα αναφερθούν και οι μελέτες των μπεχαβιοριστικών ψυχολόγων Γ. Κάντορ και Β. Σκίνερ. Στο ευρύτερο πεδίο της ψυχολογίας της γλώσσας συνέβαλαν επίσης μελέτες επιστημόνων με πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις, από τον Πιζέ έως τον Στερν και τον Βιγκότσκι.
Γενικά λοιπόν η ψ. μελετά την έφεση και τις ικανότητες του ενήλικου ανθρώπου να καταλαβαίνει και να μιλά μια γλώσσα, ενδιαφέρεται στην πράξη για τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των γλωσσικών μηνυμάτων και των χαρακτηριστικών των ανθρώπων που τα διαλέγουν και τα ερμηνεύουν και συνεπώς αναφέρεται στις γενικές διαδικασίες της αντίληψης, της μνήμης και της μάθησης. Ειδικότερα η επιστήμη αυτή εξετάζει την εξέλιξη της παιδικής γλώσσας, τη διγλωσσία.
Στον τομέα της παθολογίας, οι μελέτες που έγιναν πάνω σε ορισμένες διαταραχές του λόγου, όπως η αφασία, τόνισαν τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ της γλώσσας και της διαδικασίας του σχηματισμού των ιδεών: εδώ πρέπει να αναφερθεί σχετικά η συμβολή του γλωσσολόγου Γιάκομπσον. Επομένως, το πεδίο της ψ. παρουσιάζεται ευρύτατο στις δυνατές εφαρμογές του και, αν ληφθεί υπόψη το πολυσύνθετο της ύλης και τα διαρκώς νέα προβλήματα που παρουσιάζονται στους ερευνητές, δεν μπορεί να γίνει ακόμα λόγος για οριστική συστηματοποίησή της.
* * *η, Νγλωσσ. κλάδος τής γλωσσολογίας με πεδίο έρευνας μια σειρά θεμάτων που συνδέονται με τη γλώσσα, με την τάση να εφαρμόσει σε αυτό τις θεωρητικές αρχές τόσο τής γλωσσολογίας όσο και τής ψυχολογίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γλωσσολογία. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. psycholinguistics].
Dictionary of Greek. 2013.